Μικρή ιστοριούλα (αν είναι αληθινή η όχι είναι αδιάφορο).....
Η Χ. είναι μια κοπέλα γύρω στα 22. Το ίδιο και ο Ψ. Είναι και οι δύο όμορφοι, κεφάτοι, κοινωνικοί, μορφωμένοι, έξυπνοι και όλα τα καλά γενικά. Ερωτευτήκαν αμέσως και το πάθος είναι αλήθεια δε θα τους άφηνε παρά μετά απο πολλά πολλά χρόνια (και αυτό βέβαια υπό συζήτησιν αν ισχυει). Η σχέση τους κρατάει περίπου 4 χρόνια με κάτι μικροδιαλλείματα. Το πάθος φέρνει γκρίνιες, σύντομους χωρισμούς, κλαμματα, ύποπτα ταξίδια, κατεστραμμένες πρωτοχρονιές και πάλι απ' την αρχή. Ο Ψ. μια ωραία πρωία εξαφανίζεται. Περνάνε 3 ακόμα χρόνια. Και ακόμα μια ωραία πρωία ο Ψ. εμφανίζεται απ' το πουθενά και ζητάει απ' την Χ. να βρεθούν, θέλει να μιλήσουν. Η Χ. δε θα διστάσει να τον συναντησει αν και ο κόμπος στο στομάχι είναι λίγο ενοχλητκος. Στη καδιά είναι όμως ακόμα πιο πολύ. Οταν βρισκονται η αμηχανία δε κρατάει παραπανω από ένα τέταρτο. Μετά αρχίζει η καταιγίδα. Ο Ψ. εν πολλοίς λέει στη Χ. ότι τα μισά απ' τα χρόνια (εκείνα τα έντονα τα μοναδικά τα παθιασμένα χρόνια) διατηρούσε παράλληλη σχέση. Ότι την δούλευε σε κάθε ευκαιρία. "Γιατί?". "Γιατί μπορούσα" της λέει. Γιατί η Χ. τα ήξερε όλα, τα αισθανόταν, το βλέμμα δε κρύβεται, αλλά δε μίλησε ποτέ της. Αλλά δε ρώταγε βλέπεις. Και ο Ψ. ενοχλήθηκε. Σου λέει κάτσε για να μη ρωτάς σημαίνει ότι μ αγάπας πολύ. Και οτι θα έρθει κάποια στιγμη η μέρα που οι τύψεις μου θα με οδηγούσαν εδώ μετά από χρόνια. Σαν εγκληματίας που πηγαίνει μόνος του να παραδωθεί μιας και χρόνια δε τον βρίσκουν. Η Χ. τρέμει όταν ακούει τις αποκαλύψεις. Άλλο να φαντάζεσαι άλλο να στα λένε τη μάπα. Οι φόβοι της πέρνουν σάρκα και οστά, τα φαντάσματα που την κυνηγούσαν 3 χρόνια τώρα κέρδισαν κατά κράτος. Γίναν Ζόμπι.
Την επόμενη μέρα η Χ. ειναι ήρεμη. Νιώθει δικαιωμένη. Ο Ψ. της ζήτησε συγγνώμη, παραδέχθηκε ότι υπήρξε μαλάκας και δέχτηκε όλο το βραδυ καρτερικά τα ραπίσματα της εκτός ελέγχου Χ. Έκλαψε και ζήτησησε συγγνώμη ξανά και ξανά.
Η Χ. καλό είναι να αναφερθεί ανήκει στη κατηγορια των ανθρώπων που έχουν γραμμένο στο μέτωπο τους κάτι σα "Δέχομαι μούφες με το κιλό" ή κάτι τέτοιο. Φυσικα η Χ. δε γνωρίζει τίποτα για την επιγραφή, διαβάζεται καθαρά μόνο από λογοίς Ψ. και Ζ. και Ρ.
Να γινω λίγο εγωιστής? Τη ζήλεψα τη Χ. Τη ζήλεψα γιατί είχε μια ηρεμία στο βλέμμα, σαν όλα να μπήκαν στη θέση τους. Και η ιστορία θα τελείωνε εδώ, η Χ. θα τη κρατούσε για παντα μέσα της, οι φίλοι θα τη συζητούσαν στον απογευματινό καφέ και όλα καλά.
Και τι γίνεται όταν ένα πρωί ξυπνάς και βλέπεις στο καθρέφτη κάτι σα μια επιγραφή και στο δικό σου μέτωπο? Κάτι υποψιάζεσαι. Ρε λες? Μήπως ανήκω κ εγώ στη κατηγορία της Χ. ? Μήπως και εγώ "γουστάρω τα πιο μεγαλα ψέματα στα πιο αθώα βλέματα?". "Θε μου, λες, πόσες μούφες έχω φάει στη ζωή μου κ εγώ?" (μιας και κάποιος Ψ. ή Ρ. ή οποιοδήποτε άλλο γράμμα πέρασαν απ' τη ζωή μας). Ποιος κατάφερε να διαβάσει το κούτελο μου?
Και καλά, αλλά θα ήθελα να περάσω απ' την διαδικασία των "αποκαλυπτηρίων" της ζωής μου? Φοβόμουν ολα αυτά που θα γινόντουσαν για μένα χωρίς εμένα ή δε μ' ένοιαζε και πολύ? Την απάντηση δε την έχω. Ξέρω ότι η αλήθεια είναι κάτι που διαμορφώνουμε μέσα μας για να τα έχουμε καλά με το παρελθόν μας, και ποιός μπαίνει στη διαδικασία που μπήκε η Χ. άκριτα και επικίνδυνα? Γιατί η διαδικασία αυτή δεν είναι αντίστροφη, απαξ και μπεις βρίσκεσαι σε μονόδρομο. Αλλά στο μονόδορμο δεν υπάρχουν Λες ή Ίσως ή Μπορεί ή Φανάζομαι ή Υποθέτω. Είσαι εσύ και η αληθεια σου. Ή μάλλον η αλήθεια του άλλου. Η πιο δική μας ζωή τελικά είναι αυτή που ποτέ δε ζήσαμε και ποτέ δε θα μάθουμε.
"Δε μπορεί" μου είπε η Χ. "Θα το νοιώσανε κ άλλοι" (κάτι μου θύμισε αυτό)
"Πες το ψέματα", απαντώ.
Saturday, December 30, 2006
Το Λαθος
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 Eριξαν νερό στο mogwai:
βρε λες; ωχ!
Post a Comment